- καρπολογία
- η (Μ καρπολογία) [καρπολογώ]η συλλογή καρπών, η συγκομιδή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπολογία — η συλλογή καρπών, συγκομιδή: Ασχολούνται με την καρπολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπολογίαν — καρπολογίᾱν , καρπολογία gathering of fruit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
καρπολόγημα — το [καρπολογώ] καρπολογία* … Dictionary of Greek